-
1 ἀμπέλινος
-
2 ἀμπέλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπέλινος
См. также в других словарях:
αμπέλινος — η, ο (Α ἀμπέλινος, ίνη, ινον) 1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό 2. οινοπότης, μέθυσος «γραῡς ἀμπελίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα] … Dictionary of Greek